- σκυρωτός
- -ή, -ό / σκυρωτός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, -ή, -ό, Ννεοελλ.στρωμένος με σκύρααρχ.στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].
Dictionary of Greek. 2013.