σκυρωτός

σκυρωτός
-ή, -ό / σκυρωτός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
στρωμένος με σκύρα
αρχ.
στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκυρωτός — ή, ό στρωμένος με σκύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυρωτή — σκυρωτός paved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυρωτήν — σκυρωτός paved fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός …   Dictionary of Greek

  • σκυρωτάν — σκυρωτά̱ν , σκυρωτός paved fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”